- γκρεμόβραχος
- οαπόκρημνος βράχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκρεμόβραχος — ο απότομος βράχος: Γλίστρησα από γκρεμόβραχο και έγδαρα τα πόδια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)